- Σαμιακῆς
- Σαμιακόςa height.fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek
Βεγλερής, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1862 – 1948). Τελευταίος ηγεμόνας της Σάμου, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σπούδασε στην Ευρώπη. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μουτεσαρίφης (έπαρχος) Μερσίνας. Τον Μάρτιο του 1912 πήγε στη Σάμο … Dictionary of Greek
Κωστής, Χατζή-Φώτιος — (18ος αι.). Έλληνας αξιωματούχος της Υψηλής Πύλης. Διετέλεσε ηγεμόνας της Σάμου, γενικός πρόξενος της Σαμιακής ηγεμονίας στη Σμύρνη, μέλος της δημογεροντίας της πόλης και ένας από τους ιδρυτές της Ευαγγελικής Σχολής. Λίγο πριν από τον θάνατό του … Dictionary of Greek